στρεβλωτήριο

στρεβλωτήριο
το
όργανο με το οποίο οι βασανιστές στρέβλωναν πόδια και χέρια των καταδίκων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρεβλωτήριος — α, ο / στρεβλωτήριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο η στρέβλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. ἀναστομω τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • στρεβλωτής — ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [στρεβλῶ, ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που στρεβλώνει κάτι 2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής τής αλήθειας») αρχ. η στρέβλη, το στρεβλωτήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”